Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνωρικεύομαι
συνωρίς
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτασία
συοφόντης
σύ
Συρακοσία
Συρακόσιος
Συράκουσαι
Σύρα
σύργαστρος
σύρδην
Συρία
σύριγμα
συριγμός
σῦριγξ
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
συρικτήρ
View word page
Σύρα
Σύρα ας, ἡ, fem. of Σύρος a Syrian woman, Ar.
ShortDef
a Syrian woman
Debugging
Headword:
Σύρα
Headword (normalized):
σύρα
Headword (normalized/stripped):
συρα
IDX:
31735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31770
Key:
*su/ra
Data
{'content': 'Σύρα\n ας, ἡ,\n fem. of Σύρος\n a Syrian woman, Ar.', 'key': '*su/ra'}