Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνωρίς
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτασία
συοφόντης
σύ
Συρακοσία
Συρακόσιος
Συράκουσαι
Σύρα
σύργαστρος
σύρδην
Συρία
σύριγμα
συριγμός
σῦριγξ
συρίζω
Συρίζω
Συριηγενής
View word page
Συράκουσαι
Συράκουσαι Σῠρά_κουσαι, ῶν, αἱ, Ionic Συρήκουσαι, Doric Συράκοσαι, and Συράκοσσαι, Syracuse, Hdt., etc.
ShortDef
Syracuse
Debugging
Headword:
Συράκουσαι
Headword (normalized):
συράκουσαι
Headword (normalized/stripped):
συρακουσαι
IDX:
31734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31769
Key:
*sura/kousai
Data
{'content': 'Συράκουσαι\n Σῠρά_κουσαι, ῶν, αἱ,\n Ionic Συρήκουσαι, Doric Συράκοσαι, and Συράκοσσαι, Syracuse, Hdt., etc.', 'key': '*sura/kousai'}