Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνωνέομαι
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνωρίς
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτασία
συοφόντης
σύ
Συρακοσία
Συρακόσιος
Συράκουσαι
Σύρα
σύργαστρος
σύρδην
Συρία
σύριγμα
συριγμός
View word page
συοφόντης
συοφόντης συο-φόντης, ου, ὁ, σῦς, Φένω swine-slayer; fem. συοφόντις, Anth.

ShortDef

swine-slayer

Debugging

Headword:
συοφόντης
Headword (normalized):
συοφόντης
Headword (normalized/stripped):
συοφοντης
IDX:
31730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31765
Key:
suofo/nths

Data

{'content': 'συοφόντης\n συο-φόντης, ου, ὁ,\n σῦς, Φένω\n swine-slayer; fem. συοφόντις, Anth.', 'key': 'suofo/nths'}