Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνωθέω
συνωμοσία
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνωρίς
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτασία
συοφόντης
σύ
Συρακοσία
Συρακόσιος
Συράκουσαι
Σύρα
σύργαστρος
View word page
συνωρίς
συνωρίς συνωρίς, ίδος, ἡ, συνήορος a pair of horses, Lat. biga, Eur., Ar. generally, a pair or couple of anything, Trag.; ποδοῖν ξυνωρίς a coupling fetter for the feet, Aesch.

ShortDef

a pair of horses

Debugging

Headword:
συνωρίς
Headword (normalized):
συνωρίς
Headword (normalized/stripped):
συνωρις
IDX:
31726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31761
Key:
sunwri/s

Data

{'content': 'συνωρίς\n συνωρίς, ίδος, ἡ,\n συνήορος\n a pair of horses, Lat. biga, Eur., Ar.\n generally, a pair or couple of anything, Trag.; ποδοῖν ξυνωρίς a coupling fetter for the feet, Aesch.', 'key': 'sunwri/s'}