Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνυφαίνω
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνωμοσία
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνωρίς
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτασία
συοφόντης
σύ
Συρακοσία
Συρακόσιος
View word page
συνωριαστής
συνωριαστής συνωριαστής, οῦ, ὁ, one who drives a συνωρίς, Luc. from συνωρίζω

ShortDef

one who drives a συνωρίς

Debugging

Headword:
συνωριαστής
Headword (normalized):
συνωριαστής
Headword (normalized/stripped):
συνωριαστης
IDX:
31723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31758
Key:
sunwriasth/s

Data

{'content': 'συνωριαστής\n συνωριαστής, οῦ, ὁ,\n one who drives a συνωρίς, Luc.\n from συνωρίζω', 'key': 'sunwriasth/s'}