Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνυποκρίνομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυφαίνω
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνωμοσία
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνωρίς
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτασία
συοφόντης
View word page
συνωνέομαι
συνωνέομαι fut. ήσομαι Dep. to collect by offering money, σ. ἵππον to hire a body of cavalry, Hdt. to buy up, Lat. coemere, Xen., etc.:—the perf. συνεώνημαι is pass., ὁ συνεωνημένος σῖτος corn bought up Lys.; but act. in Dem.

ShortDef

to collect by offering money

Debugging

Headword:
συνωνέομαι
Headword (normalized):
συνωνέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνωνεομαι
IDX:
31720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31755
Key:
sunwne/omai

Data

{'content': 'συνωνέομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to collect by offering money, σ. ἵππον to hire a body of cavalry, Hdt.\n to buy up, Lat. coemere, Xen., etc.:—the perf. συνεώνημαι is pass., ὁ συνεωνημένος σῖτος corn bought up Lys.; but act. in Dem.', 'key': 'sunwne/omai'}