Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνυποδύομαι
συνυποκρίνομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυφαίνω
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνωμοσία
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνωρίς
συνωφελέω
συνωχαδόν
συοκτασία
View word page
συνώμοτος
συνώμοτος συνώμοτος, ον, συνόμνυμι leagued by oath: ξυνώμοτον, τό, a confederacy, Thuc.

ShortDef

leagued by oath

Debugging

Headword:
συνώμοτος
Headword (normalized):
συνώμοτος
Headword (normalized/stripped):
συνωμοτος
IDX:
31719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31754
Key:
sunw/motos

Data

{'content': 'συνώμοτος\n συνώμοτος, ον,\n συνόμνυμι\n leagued by oath: ξυνώμοτον, τό, a confederacy, Thuc.', 'key': 'sunw/motos'}