Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνυποδείκνυμι
συνυποδύομαι
συνυποκρίνομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυφαίνω
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνωμοσία
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνωρίς
συνωφελέω
συνωχαδόν
View word page
συνωμότης
συνωμότης συνωμότης, ου, ὁ, συνόμνυμι a fellow-conspirator, confederate, Hdt., Attic

ShortDef

a fellow-conspirator, confederate

Debugging

Headword:
συνωμότης
Headword (normalized):
συνωμότης
Headword (normalized/stripped):
συνωμοτης
IDX:
31718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31753
Key:
sunwmo/ths

Data

{'content': 'συνωμότης\n συνωμότης, ου, ὁ,\n συνόμνυμι\n a fellow-conspirator, confederate, Hdt., Attic', 'key': 'sunwmo/ths'}