Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συντυχία
συνύπατος
συνυποδείκνυμι
συνυποδύομαι
συνυποκρίνομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυφαίνω
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνωμοσία
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνωρίς
View word page
συνωθέω
συνωθέω fut. -ωθήσω fut. -ώσω to force together, compress forcibly, Xen.

ShortDef

to force together, compress forcibly

Debugging

Headword:
συνωθέω
Headword (normalized):
συνωθέω
Headword (normalized/stripped):
συνωθεω
IDX:
31716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31751
Key:
sunwqe/w

Data

{'content': 'συνωθέω\n fut. -ωθήσω\n fut. -ώσω\n to force together, compress forcibly, Xen.', 'key': 'sunwqe/w'}