Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συντυγχάνω
συντυραννοκτονέω
συντυρόω
συντυχία
συνύπατος
συνυποδείκνυμι
συνυποδύομαι
συνυποκρίνομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυφαίνω
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνωμοσία
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
συνωνυμία
συνώνυμος
συνωριαστής
View word page
συνυφαίνω
συνυφαίνω perf. -ύφαγκα aor1 -ύφηνα to weave together: metaph. to frame with art, devise cunningly, Od., Luc.:—Pass., ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι so that this web was woven, i. e. this business undertaken, Hdt.

ShortDef

to weave together

Debugging

Headword:
συνυφαίνω
Headword (normalized):
συνυφαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνυφαινω
IDX:
31713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31748
Key:
sunufai/nw

Data

{'content': 'συνυφαίνω\n perf. -ύφαγκα\n aor1 -ύφηνα\n to weave together: metaph. to frame with art, devise cunningly, Od., Luc.:—Pass., ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι so that this web was woven, i. e. this business undertaken, Hdt.', 'key': 'sunufai/nw'}