Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντυραννοκτονέω
συντυρόω
συντυχία
συνύπατος
συνυποδείκνυμι
συνυποδύομαι
συνυποκρίνομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυφαίνω
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνωμοσία
συνωμότης
συνώμοτος
συνωνέομαι
View word page
συνυποκρίνομαι
συνυποκρίνομαι Dep. to play a part along with others: to help another in maintaining a thing, Plut.
ShortDef
to play a part along with
Debugging
Headword:
συνυποκρίνομαι
Headword (normalized):
συνυποκρίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συνυποκρινομαι
IDX:
31710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31745
Key:
sunupokri/nomai
Data
{'content': 'συνυποκρίνομαι\n Dep. to play a part along with others: to help another in maintaining a thing, Plut.', 'key': 'sunupokri/nomai'}