Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συντριηραρχέω
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντυραννοκτονέω
συντυρόω
συντυχία
συνύπατος
συνυποδείκνυμι
συνυποδύομαι
συνυποκρίνομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυφαίνω
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
συνωμοσία
συνωμότης
συνώμοτος
View word page
συνυποδύομαι
συνυποδύομαι Mid. to undergo together, Plut.
ShortDef
to undergo together
Debugging
Headword:
συνυποδύομαι
Headword (normalized):
συνυποδύομαι
Headword (normalized/stripped):
συνυποδυομαι
IDX:
31709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31744
Key:
sunupodu/omai
Data
{'content': 'συνυποδύομαι\n Mid. to undergo together, Plut.', 'key': 'sunupodu/omai'}