Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συντριαινόω
συντρίβω
συντριήραρχος
συντριηραρχέω
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντυραννοκτονέω
συντυρόω
συντυχία
συνύπατος
συνυποδείκνυμι
συνυποδύομαι
συνυποκρίνομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυφαίνω
συνωδίνω
συνῳδός
συνωθέω
View word page
συντυχία
συντυχία συντῠχία, ἡ, συντυγχάνω an occurrence, a hap, chance, event, incident, Solon., Hdt., Attic; ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν according to the circumstances of each party, Thuc.; κατὰ συντυχίην by chance, Hdt.:—in pl. the chances of life, circumstances, Thuc. sometimes a happy chance, success, Pind., Hdt.;—or a mishap, misfortune, Eur.

ShortDef

an occurrence, a hap, chance, event, incident

Debugging

Headword:
συντυχία
Headword (normalized):
συντυχία
Headword (normalized/stripped):
συντυχια
IDX:
31706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31741
Key:
suntuxi/a

Data

{'content': 'συντυχία\n συντῠχία, ἡ,\n συντυγχάνω\n an occurrence, a hap, chance, event, incident, Solon., Hdt., Attic; ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν according to the circumstances of each party, Thuc.; κατὰ συντυχίην by chance, Hdt.:—in pl. the chances of life, circumstances, Thuc.\n sometimes a happy chance, success, Pind., Hdt.;—or a mishap, misfortune, Eur.', 'key': 'suntuxi/a'}