Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συντρέχω
συντριαινόω
συντρίβω
συντριήραρχος
συντριηραρχέω
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντυραννοκτονέω
συντυρόω
συντυχία
συνύπατος
συνυποδείκνυμι
συνυποδύομαι
συνυποκρίνομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυφαίνω
συνωδίνω
συνῳδός
View word page
συντυρόω
συντυρόω fut. ώσω to make into cheese together: hence, comically, τἀκ Βοιωτῶν συντυρούμενα the troubles that are being concocted on the part of the Boeotians, Ar.

ShortDef

to make into cheese together

Debugging

Headword:
συντυρόω
Headword (normalized):
συντυρόω
Headword (normalized/stripped):
συντυροω
IDX:
31705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31740
Key:
sunturo/w

Data

{'content': 'συντυρόω\n fut. ώσω\n to make into cheese together: hence, comically, τἀκ Βοιωτῶν συντυρούμενα the troubles that are being concocted on the part of the Boeotians, Ar.', 'key': 'sunturo/w'}