Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρίβω
συντριήραρχος
συντριηραρχέω
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντυραννοκτονέω
συντυρόω
συντυχία
συνύπατος
συνυποδείκνυμι
συνυποδύομαι
συνυποκρίνομαι
συνυποτίθεμαι
συνυπουργέω
συνυφαίνω
View word page
συντυγχάνω
συντυγχάνω fut. -τεύξομαι aor2 -έτυχον to meet with, fall in with, τινί Hdt., Soph., etc.: οἱ συντυχόντες, of two persons meeting, Hdt.; but, ὁ συντυχών, like ὁ τυχών, the first that meets one, any one, Eur.; ὁ ἀεὶ ξυντυχών Eur.; so of things, τὸ συντυχόν what first comes to hand, anything common, mean, bad, Hdt., Xen. rarely, like τυγχάνω, c. gen., which is governed by σύν, συντυχὼν κακῶν ἀνδρῶν having like others met with evil men, Soph. of accidents, to happen to, befall, τὰ συντυχόντα σφι Hdt.:—absol. to happen, fall out, εὖ ξυντυχόντων if things go well, Aesch.; ὁ ξ. κίνδυνος Thuc.:—impers., συνετύγχανε, συνέτυχε it happened that . . , c. inf., Thuc.

ShortDef

to meet with, fall in with

Debugging

Headword:
συντυγχάνω
Headword (normalized):
συντυγχάνω
Headword (normalized/stripped):
συντυγχανω
IDX:
31703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31738
Key:
suntugxa/nw

Data

{'content': 'συντυγχάνω\n fut. -τεύξομαι\n aor2 -έτυχον\n to meet with, fall in with, τινί Hdt., Soph., etc.: οἱ συντυχόντες, of two persons meeting, Hdt.; but, ὁ συντυχών, like ὁ τυχών, the first that meets one, any one, Eur.; ὁ ἀεὶ ξυντυχών Eur.; so of things, τὸ συντυχόν what first comes to hand, anything common, mean, bad, Hdt., Xen.\n rarely, like τυγχάνω, c. gen., which is governed by σύν, συντυχὼν κακῶν ἀνδρῶν having like others met with evil men, Soph.\n of accidents, to happen to, befall, τὰ συντυχόντα σφι Hdt.:—absol. to happen, fall out, εὖ ξυντυχόντων if things go well, Aesch.; ὁ ξ. κίνδυνος Thuc.:—impers., συνετύγχανε, συνέτυχε it happened that . . , c. inf., Thuc.', 'key': 'suntugxa/nw'}