Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρίβω
συντριήραρχος
συντριηραρχέω
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντυραννοκτονέω
συντυρόω
συντυχία
συνύπατος
συνυποδείκνυμι
συνυποδύομαι
συνυποκρίνομαι
συνυποτίθεμαι
View word page
σύντροφος
σύντροφος σύντροφος, ον, συντρέφω brought up together with another, c. dat., Hdt., Ar.:—often of domestic animals, Hdt., Xen.:—absol., τὸ σ. γένος the people bred up with me, Soph. generally, living with, Soph.; σ. ὄμμα the eye or presence of a companion, Soph.; σ. ὢν (sc. ἀνάγκαις) being born to difficulties, Eur. of things, having grown up with one, congenital, natural, Soph.; τὰ ξύντροφα every-day evils, Thuc.:— σ. τινι natural or habitual to, τῇ Ἑλλάδι πενίη σύντροφος Hdt. act. a helping in the preservation, τινος of a thing, Xen.

ShortDef

brought up together with

Debugging

Headword:
σύντροφος
Headword (normalized):
σύντροφος
Headword (normalized/stripped):
συντροφος
IDX:
31701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31736
Key:
su/ntrofos

Data

{'content': 'σύντροφος\n σύντροφος, ον,\n συντρέφω\n brought up together with another, c. dat., Hdt., Ar.:—often of domestic animals, Hdt., Xen.:—absol., τὸ σ. γένος the people bred up with me, Soph.\n generally, living with, Soph.; σ. ὄμμα the eye or presence of a companion, Soph.; σ. ὢν (sc. ἀνάγκαις) being born to difficulties, Eur.\n of things, having grown up with one, congenital, natural, Soph.; τὰ ξύντροφα every-day evils, Thuc.:— σ. τινι natural or habitual to, τῇ Ἑλλάδι πενίη σύντροφος Hdt.\n act. a helping in the preservation, τινος of a thing, Xen.', 'key': 'su/ntrofos'}