Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρίβω
συντριήραρχος
συντριηραρχέω
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντυραννοκτονέω
συντυρόω
συντυχία
συνύπατος
συνυποδείκνυμι
συνυποδύομαι
συνυποκρίνομαι
View word page
συντροφία
συντροφία συντροφία, ἡ, a being reared together, common nurture, Plut. a brood, Anth. from σύντροφος

ShortDef

a being reared together, common nurture

Debugging

Headword:
συντροφία
Headword (normalized):
συντροφία
Headword (normalized/stripped):
συντροφια
IDX:
31700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31735
Key:
suntrofi/a

Data

{'content': 'συντροφία\n συντροφία, ἡ,\n a being reared together, common nurture, Plut.\n a brood, Anth.\n from σύντροφος', 'key': 'suntrofi/a'}