Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συντονία
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρίβω
συντριήραρχος
συντριηραρχέω
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντυραννοκτονέω
συντυρόω
συντυχία
συνύπατος
συνυποδείκνυμι
συνυποδύομαι
View word page
συντριηραρχέω
συντριηραρχέω to be a συντριήραρχος, Lys.
ShortDef
to be a συντριήραρχος
Debugging
Headword:
συντριηραρχέω
Headword (normalized):
συντριηραρχέω
Headword (normalized/stripped):
συντριηραρχεω
IDX:
31699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31734
Key:
suntrihrarxe/w
Data
{'content': 'συντριηραρχέω\n to be a συντριήραρχος, Lys.', 'key': 'suntrihrarxe/w'}