Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύντομος
συντονία
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρίβω
συντριήραρχος
συντριηραρχέω
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
συντυγχάνω
συντυραννοκτονέω
συντυρόω
συντυχία
συνύπατος
συνυποδείκνυμι
View word page
συντριήραρχος
συντριήραρχος συν-τριήραρχος, ὁ, a partner in the equipment of a trireme, Dem.
ShortDef
a partner in the equipment of a trireme
Debugging
Headword:
συντριήραρχος
Headword (normalized):
συντριήραρχος
Headword (normalized/stripped):
συντριηραρχος
IDX:
31698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31733
Key:
suntrih/rarxos
Data
{'content': 'συντριήραρχος\n συν-τριήραρχος, ὁ,\n a partner in the equipment of a trireme, Dem.', 'key': 'suntrih/rarxos'}