Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συντίθημι
συντιμάω
συντινάσσω
συντιτρώσκω
συντολμάω
συντομία
σύντομος
συντονία
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρίβω
συντριήραρχος
συντριηραρχέω
συντροφία
σύντροφος
συντροχάζω
View word page
συντράπεζος
συντράπεζος συν-τράπεζος (ᾰ), ον, τράπεζα a messmate, Xen.; βίον σ. ἔχειν to live with one, Eur.
ShortDef
a messmate
Debugging
Headword:
συντράπεζος
Headword (normalized):
συντράπεζος
Headword (normalized/stripped):
συντραπεζος
IDX:
31692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31727
Key:
suntra/pezos
Data
{'content': 'συντράπεζος\n συν-τράπεζος (ᾰ), ον,\n τράπεζα\n a messmate, Xen.; βίον σ. ἔχειν to live with one, Eur.', 'key': 'suntra/pezos'}