Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συντήκω
συντηρέω
συντίθημι
συντιμάω
συντινάσσω
συντιτρώσκω
συντολμάω
συντομία
σύντομος
συντονία
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
συντρίβω
συντριήραρχος
συντριηραρχέω
συντροφία
View word page
σύντονος
σύντονος σύντονος, ον, συντείνω strained tight, ἔχειν τὸ σ. to be strained tight, Xen. intense, impetuous, violent, Soph. of persons, earnest, serious, severe, vehement, Plat., etc.: so of Music, severe, Arist.:—adv. -νῶς, intensely, eagerly, severely, Plat.; so neut. pl., σύντονα Eur.:—comp. -ώτερον, Arist.

ShortDef

strained tight

Debugging

Headword:
σύντονος
Headword (normalized):
σύντονος
Headword (normalized/stripped):
συντονος
IDX:
31690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31725
Key:
su/ntonos

Data

{'content': 'σύντονος\n σύντονος, ον,\n συντείνω\n strained tight, ἔχειν τὸ σ. to be strained tight, Xen.\n intense, impetuous, violent, Soph.\n of persons, earnest, serious, severe, vehement, Plat., etc.: so of Music, severe, Arist.:—adv. -νῶς, intensely, eagerly, severely, Plat.; so neut. pl., σύντονα Eur.:—comp. -ώτερον, Arist.', 'key': 'su/ntonos'}