Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
σύντεχνος
συντήκω
συντηρέω
συντίθημι
συντιμάω
συντινάσσω
συντιτρώσκω
συντολμάω
συντομία
σύντομος
συντονία
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
συντριαινόω
View word page
συντολμάω
συντολμάω fut. ήσω to venture together:—Doric 2nd sg. aor2 συν-έτλας, Eur.
ShortDef
to venture together
Debugging
Headword:
συντολμάω
Headword (normalized):
συντολμάω
Headword (normalized/stripped):
συντολμαω
IDX:
31686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31721
Key:
suntolma/w
Data
{'content': 'συντολμάω\n fut. ήσω\n to venture together:—Doric 2nd sg. aor2 συν-έτλας, Eur.', 'key': 'suntolma/w'}