Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
σύντεχνος
συντήκω
συντηρέω
συντίθημι
συντιμάω
συντινάσσω
συντιτρώσκω
συντολμάω
συντομία
σύντομος
συντονία
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
συντρέχω
View word page
συντιτρώσκω
συντιτρώσκω fut. -τρώσω to wound in many places, Xen.
ShortDef
to wound in many places
Debugging
Headword:
συντιτρώσκω
Headword (normalized):
συντιτρώσκω
Headword (normalized/stripped):
συντιτρωσκω
IDX:
31685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31720
Key:
suntitrw/skw
Data
{'content': 'συντιτρώσκω\n fut. -τρώσω\n to wound in many places, Xen.', 'key': 'suntitrw/skw'}