Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συντέρμων
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
σύντεχνος
συντήκω
συντηρέω
συντίθημι
συντιμάω
συντινάσσω
συντιτρώσκω
συντολμάω
συντομία
σύντομος
συντονία
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
συντρέφω
View word page
συντινάσσω
συντινάσσω fut. ξω to shake to the foundations, σὺν δὲ μάχαν ἐτίναξε, i. e. closed with him, Theocr.
ShortDef
to shake to the foundations
Debugging
Headword:
συντινάσσω
Headword (normalized):
συντινάσσω
Headword (normalized/stripped):
συντινασσω
IDX:
31684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31719
Key:
suntina/ssw
Data
{'content': 'συντινάσσω\n fut. ξω\n to shake to the foundations, σὺν δὲ μάχαν ἐτίναξε, i. e. closed with him, Theocr.', 'key': 'suntina/ssw'}