Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συντερμονέω
συντέρμων
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
σύντεχνος
συντήκω
συντηρέω
συντίθημι
συντιμάω
συντινάσσω
συντιτρώσκω
συντολμάω
συντομία
σύντομος
συντονία
σύντονος
συντραγῳδέω
συντράπεζος
σύντρεις
View word page
συντιμάω
συντιμάω fut. ήσω to honour together or alike, Lys. to estimate together:—Mid., συνετιμήσαντο ὑπὲρ ἐμοῦ ταύτην τὴν εἰσφοράν they fixed this as the estimate of my contribution, Dem.

ShortDef

to honour together

Debugging

Headword:
συντιμάω
Headword (normalized):
συντιμάω
Headword (normalized/stripped):
συντιμαω
IDX:
31683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31718
Key:
suntima/w

Data

{'content': 'συντιμάω\n fut. ήσω\n to honour together or alike, Lys.\n to estimate together:—Mid., συνετιμήσαντο ὑπὲρ ἐμοῦ ταύτην τὴν εἰσφοράν they fixed this as the estimate of my contribution, Dem.', 'key': 'suntima/w'}