Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
σύντεχνος
συντήκω
συντηρέω
συντίθημι
συντιμάω
συντινάσσω
συντιτρώσκω
συντολμάω
συντομία
σύντομος
συντονία
σύντονος
συντραγῳδέω
View word page
συντηρέω
συντηρέω fut. ήσω to preserve together: Pass., NTest. to watch oneʼs opportunity, Plut.
ShortDef
to preserve together
Debugging
Headword:
συντηρέω
Headword (normalized):
συντηρέω
Headword (normalized/stripped):
συντηρεω
IDX:
31681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31716
Key:
sunthre/w
Data
{'content': 'συντηρέω\n fut. ήσω\n to preserve together: Pass., NTest.\n to watch oneʼs opportunity, Plut.', 'key': 'sunthre/w'}