Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
σύντεχνος
συντήκω
συντηρέω
συντίθημι
συντιμάω
συντινάσσω
συντιτρώσκω
συντολμάω
συντομία
σύντομος
συντονία
View word page
σύντεχνος
σύντεχνος σύν-τεχνος, ὁ, ἡ, τέχνη practising the same art, c. gen. oneʼs mate or fellow-workman, Ar.

ShortDef

practising the same art

Debugging

Headword:
σύντεχνος
Headword (normalized):
σύντεχνος
Headword (normalized/stripped):
συντεχνος
IDX:
31679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31714
Key:
su/ntexnos

Data

{'content': 'σύντεχνος\n σύν-τεχνος, ὁ, ἡ,\n τέχνη\n practising the same art, c. gen. oneʼs mate or fellow-workman, Ar.', 'key': 'su/ntexnos'}