Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
σύντεχνος
συντήκω
συντηρέω
συντίθημι
View word page
συντερετίζω
συντερετίζω to whistle an accompaniment, Theophr.
ShortDef
to whistle an accompaniment
Debugging
Headword:
συντερετίζω
Headword (normalized):
συντερετίζω
Headword (normalized/stripped):
συντερετιζω
IDX:
31672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31707
Key:
suntereti/zw
Data
{'content': 'συντερετίζω\n to whistle an accompaniment, Theophr.', 'key': 'suntereti/zw'}