Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνταράσσω
συντάσσω
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετραίνω
συντεχνάζω
σύντεχνος
συντήκω
View word page
συντελής
συντελής συν-τελής, οῦ, ὁ, τέλος joining in payment, a contributor, Dem. belonging to the same συντέλεια (II) or company, Dem.:—metaph., οὔτε Πάρις, οὔτε σ. πόλις neither Paris nor his associate city, Aesch. tributary, Dem.

ShortDef

joining in payment, a contributor

Debugging

Headword:
συντελής
Headword (normalized):
συντελής
Headword (normalized/stripped):
συντελης
IDX:
31670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31705
Key:
suntelh/s

Data

{'content': 'συντελής\n συν-τελής, οῦ, ὁ,\n τέλος\n joining in payment, a contributor, Dem.\n belonging to the same συντέλεια (II) or company, Dem.:—metaph., οὔτε Πάρις, οὔτε σ. πόλις neither Paris nor his associate city, Aesch.\n tributary, Dem.', 'key': 'suntelh/s'}