Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνταλαιπωρέω
συντανύω
σύνταξις
συνταράσσω
συντάσσω
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετραίνω
View word page
συντελέθω
συντελέθω = συντελέω III to belong to, Pind.
ShortDef
to belong to
Debugging
Headword:
συντελέθω
Headword (normalized):
συντελέθω
Headword (normalized/stripped):
συντελεθω
IDX:
31667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31702
Key:
suntele/qw
Data
{'content': 'συντελέθω\n = συντελέω III\n to belong to, Pind.', 'key': 'suntele/qw'}