Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνταγματάρχης
συνταλαιπωρέω
συντανύω
σύνταξις
συνταράσσω
συντάσσω
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντεταγμένως
συντεταμένως
View word page
συντεκνοποιέω
συντεκνοποιέω to breed children with, ἀνδρί Xen.
ShortDef
to breed children with
Debugging
Headword:
συντεκνοποιέω
Headword (normalized):
συντεκνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
συντεκνοποιεω
IDX:
31666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31701
Key:
sunteknopoie/w
Data
{'content': 'συντεκνοποιέω\n to breed children with, ἀνδρί Xen.', 'key': 'sunteknopoie/w'}