Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταλαιπωρέω
συντανύω
σύνταξις
συνταράσσω
συντάσσω
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
συντελής
συντέμνω
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντεταγμένως
View word page
συντεκμαίρομαι
συντεκμαίρομαι Dep. to conjecture from signs or symptoms, to calculate, Thuc., Xen.
ShortDef
to conjecture from signs
Debugging
Headword:
συντεκμαίρομαι
Headword (normalized):
συντεκμαίρομαι
Headword (normalized/stripped):
συντεκμαιρομαι
IDX:
31665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31700
Key:
suntekmai/romai
Data
{'content': 'συντεκμαίρομαι\n Dep. to conjecture from signs or symptoms, to calculate, Thuc., Xen.', 'key': 'suntekmai/romai'}