Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύνοχος
συνόχωκα
σύνοψις
σύν
συναγανακτέω
συναγαπάω
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταλαιπωρέω
συντανύω
σύνταξις
συνταράσσω
συντάσσω
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντελέθω
συντέλεια
συντελέω
View word page
σύνταξις
σύνταξις σύνταξις, εως, συντάσσω a putting together, arranging, arrangement, organisation, order, Thuc., Xen.: rule, Dem. a systematic treatise, Arist.: a narrative, Polyb. grammatical construction, syntax, Luc. a body of troops, ἡ εἰς μυρίους σ. their contingent towards 10, 000, Xen. a covenant, contract, Dem. an assigned impost, contribution, Dem., Aeschin. a payment, allowance, pension, Dem.

ShortDef

a putting together, arranging, arrangement, organisation, order

Debugging

Headword:
σύνταξις
Headword (normalized):
σύνταξις
Headword (normalized/stripped):
συνταξις
IDX:
31659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31694
Key:
su/ntacis

Data

{'content': 'σύνταξις\n σύνταξις, εως,\n συντάσσω\n a putting together, arranging, arrangement, organisation, order, Thuc., Xen.: rule, Dem.\n a systematic treatise, Arist.: a narrative, Polyb.\n grammatical construction, syntax, Luc.\n a body of troops, ἡ εἰς μυρίους σ. their contingent towards 10, 000, Xen.\n a covenant, contract, Dem.\n an assigned impost, contribution, Dem., Aeschin.\n a payment, allowance, pension, Dem.', 'key': 'su/ntacis'}