Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνοχή
σύνοχος
συνόχωκα
σύνοψις
σύν
συναγανακτέω
συναγαπάω
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταλαιπωρέω
συντανύω
σύνταξις
συνταράσσω
συντάσσω
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντελέθω
συντέλεια
View word page
συντανύω
συντανύω fut. ύσω = συντείνω to stretch together, πολλῶν πείρατα συντανύσαις (Doric for -ύσας) bringing together the issues of many events, Pind.
ShortDef
to stretch together
Debugging
Headword:
συντανύω
Headword (normalized):
συντανύω
Headword (normalized/stripped):
συντανυω
IDX:
31658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31693
Key:
suntanu/w
Data
{'content': 'συντανύω\n fut. ύσω\n = συντείνω\n to stretch together, πολλῶν πείρατα συντανύσαις (Doric for -ύσας) bringing together the issues of many events, Pind.', 'key': 'suntanu/w'}