Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνοχηδόν
συνοχή
σύνοχος
συνόχωκα
σύνοψις
σύν
συναγανακτέω
συναγαπάω
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταλαιπωρέω
συντανύω
σύνταξις
συνταράσσω
συντάσσω
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
συντελέθω
View word page
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρέω fut. ήσω to endure hardships together, share in misery, Soph.

ShortDef

to endure hardships together, share in misery

Debugging

Headword:
συνταλαιπωρέω
Headword (normalized):
συνταλαιπωρέω
Headword (normalized/stripped):
συνταλαιπωρεω
IDX:
31657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31692
Key:
suntalaipwre/w

Data

{'content': 'συνταλαιπωρέω\n fut. ήσω\n to endure hardships together, share in misery, Soph.', 'key': 'suntalaipwre/w'}