Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντίβλεψις
ἀντιβοάω
ἀντιβοηθέω
ἀντιβολέω
ἀντιβολία
ἀντιβροντάω
ἀντιγέγωνα
ἀντιγενεηλογέω
ἀντιγνωμονέω
ἀντίγραμμα
ἀντιγραφεύς
ἀντιγραφή
ἀντίγραφος
ἀντιγράφω
ἀντιδάκνω
ἀντίδειπνος
ἀντιδεξιόομαι
ἀντιδέομαι
ἀντιδέρκομαι
ἀντιδέχομαι
ἀντιδημαγωγέω
View word page
ἀντιγραφεύς
ἀντιγραφεύς a check-clerk, controller, Aeschin.; ἀντ. τῶν εἰσενεγκόντων one who keeps a check upon their accounts, Dem.
ShortDef
a check-clerk, controller
Debugging
Headword:
ἀντιγραφεύς
Headword (normalized):
ἀντιγραφεύς
Headword (normalized/stripped):
αντιγραφευς
IDX:
3168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3169
Key:
a)ntigrafeu/s
Data
{'content': 'ἀντιγραφεύς\n a check-clerk, controller, Aeschin.; ἀντ. τῶν εἰσενεγκόντων one who keeps a check upon their accounts, Dem.', 'key': 'a)ntigrafeu/s'}