Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνουσία
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχηδόν
συνοχή
σύνοχος
συνόχωκα
σύνοψις
σύν
συναγανακτέω
συναγαπάω
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταλαιπωρέω
συντανύω
View word page
συνοχή
συνοχή συνέχομαι a being held together, ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ at a narrow part of the road, Il. constraint, affliction, anguish, NTest.

ShortDef

a being held together

Debugging

Headword:
συνοχή
Headword (normalized):
συνοχή
Headword (normalized/stripped):
συνοχη
IDX:
31648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31683
Key:
sunoxh/

Data

{'content': 'συνοχή\n συνέχομαι\n a being held together, ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ at a narrow part of the road, Il.\n constraint, affliction, anguish, NTest.', 'key': 'sunoxh/'}