Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορίνω
σύνορκος
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνουσία
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχηδόν
συνοχή
σύνοχος
συνόχωκα
σύνοψις
σύν
συναγανακτέω
View word page
συνουσιαστικός
συνουσιαστικός συνουσιαστικός, ή, όν suited for society, sociable, Ar.

ShortDef

suited for society, sociable

Debugging

Headword:
συνουσιαστικός
Headword (normalized):
συνουσιαστικός
Headword (normalized/stripped):
συνουσιαστικος
IDX:
31643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31678
Key:
sunousiastiko/s

Data

{'content': 'συνουσιαστικός\n συνουσιαστικός, ή, όν\n suited for society, sociable, Ar.', 'key': 'sunousiastiko/s'}