συνουσιαστής
συνουσιαστής
from συνουσία
συνουσιαστής, οῦ, ὁ,
a companion, disciple, Xen.
{ "content": "συνουσιαστής\n from συνουσία\n συνουσιαστής, οῦ, ὁ,\n a companion, disciple, Xen.", "key": "sunousiasth/s" }