Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορίνω
σύνορκος
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνουσία
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχηδόν
συνοχή
σύνοχος
συνόχωκα
σύνοψις
σύν
View word page
συνουσιαστής
συνουσιαστής from συνουσία συνουσιαστής, οῦ, ὁ, a companion, disciple, Xen.

ShortDef

a companion, disciple

Debugging

Headword:
συνουσιαστής
Headword (normalized):
συνουσιαστής
Headword (normalized/stripped):
συνουσιαστης
IDX:
31642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31677
Key:
sunousiasth/s

Data

{'content': 'συνουσιαστής\n from συνουσία\n συνουσιαστής, οῦ, ὁ,\n a companion, disciple, Xen.', 'key': 'sunousiasth/s'}