Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύνοπτος
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορίνω
σύνορκος
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνουσία
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχηδόν
συνοχή
σύνοχος
συνόχωκα
σύνοψις
View word page
συνουσία
συνουσία συνουσία, ἡ, συνών, συνοῦσα part. of σύνειμι a being with, social intercourse, society, conversation, communion, Hdt., Attic; ἡ τοῦ θείου σ. communion with the divinity, Plat.; so, τῆς νόσου ξυνουσίᾳ by long intercourse with the disease, Soph.; ἡ πρὸς Σωκράτην σ. αὐτοῖν their intercourse with him, Xen.; in pl., ξυνουσίαι θηρῶν, οἱ ξυνόντες θῆρες, Soph. intercourse with a teacher, attendance on his lectures, Xen. cohabitation, Plat., Xen. a society, company, party, Hdt., Plat., etc.

ShortDef

a being with, social intercourse, society, conversation, communion

Debugging

Headword:
συνουσία
Headword (normalized):
συνουσία
Headword (normalized/stripped):
συνουσια
IDX:
31641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31676
Key:
sunousi/a

Data

{'content': 'συνουσία\n συνουσία, ἡ,\n συνών, συνοῦσα\n part. of σύνειμι\n a being with, social intercourse, society, conversation, communion, Hdt., Attic; ἡ τοῦ θείου σ. communion with the divinity, Plat.; so, τῆς νόσου ξυνουσίᾳ by long intercourse with the disease, Soph.; ἡ πρὸς Σωκράτην σ. αὐτοῖν their intercourse with him, Xen.; in pl., ξυνουσίαι θηρῶν, οἱ ξυνόντες θῆρες, Soph.\n intercourse with a teacher, attendance on his lectures, Xen.\n cohabitation, Plat., Xen.\n a society, company, party, Hdt., Plat., etc.', 'key': 'sunousi/a'}