Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνοπτικός
σύνοπτος
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορίνω
σύνορκος
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνουσία
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχηδόν
συνοχή
σύνοχος
συνόχωκα
View word page
σύνορος
σύνορος σύν-ορος, Ionic -ουρος, ον, conterminous with, τῇ Ἀττίκῃ or τῆς Ἀττίκης Plut.: metaph., κόνις πηλοῦ κάσις ξύνουρος dust twin-sister of mud, Aesch.

ShortDef

conterminous with

Debugging

Headword:
σύνορος
Headword (normalized):
σύνορος
Headword (normalized/stripped):
συνορος
IDX:
31640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31675
Key:
su/noros

Data

{'content': 'σύνορος\n σύν-ορος, Ionic -ουρος, ον,\n \n \n conterminous with, τῇ Ἀττίκῃ or τῆς Ἀττίκης Plut.: metaph., κόνις πηλοῦ κάσις ξύνουρος dust twin-sister of mud, Aesch.', 'key': 'su/noros'}