Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύνοπλος
συνοπτικός
σύνοπτος
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορίνω
σύνορκος
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνουσία
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοχέομαι
συνοχηδόν
συνοχή
σύνοχος
View word page
συνόρνυμαι
συνόρνυμαι = συνορίνομαι Pass. to start or set forth together, (in poet. aor2 part. συνόρμενος) , Aesch.
ShortDef
to start
Debugging
Headword:
συνόρνυμαι
Headword (normalized):
συνόρνυμαι
Headword (normalized/stripped):
συνορνυμαι
IDX:
31639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31674
Key:
suno/rnumai
Data
{'content': 'συνόρνυμαι\n = συνορίνομαι\n Pass. to start or set forth together, (in poet. aor2 part. συνόρμενος) , Aesch.', 'key': 'suno/rnumai'}