Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομιλέω
συνόμνυμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομορέω
συνομώνυμος
συνοπαδός
σύνοπλος
συνοπτικός
σύνοπτος
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
σύνορθρος
συνορίνω
σύνορκος
συνορμίζω
View word page
συνοπαδός
συνοπαδός συν-οπᾱδός, οῦ, ὁ, a companion, Plat.
ShortDef
a companion
Debugging
Headword:
συνοπαδός
Headword (normalized):
συνοπαδός
Headword (normalized/stripped):
συνοπαδος
IDX:
31628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31663
Key:
sunopado/s
Data
{'content': 'συνοπαδός\n συν-οπᾱδός, οῦ, ὁ,\n a companion, Plat.', 'key': 'sunopado/s'}