Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομιλέω
συνόμνυμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομορέω
συνομώνυμος
συνοπαδός
σύνοπλος
συνοπτικός
σύνοπτος
συνοράω
συνοργίζομαι
συνορέω
View word page
συνομοιοπαθέω
συνομοιοπαθέω fut. ήσω to be similarly affected with, τινί Arist.

ShortDef

to be similarly affected with

Debugging

Headword:
συνομοιοπαθέω
Headword (normalized):
συνομοιοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
συνομοιοπαθεω
IDX:
31624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31659
Key:
sunomoiopaqe/w

Data

{'content': 'συνομοιοπαθέω\n fut. ήσω\n to be similarly affected with, τινί Arist.', 'key': 'sunomoiopaqe/w'}