Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομιλέω
συνόμνυμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομορέω
συνομώνυμος
συνοπαδός
σύνοπλος
συνοπτικός
σύνοπτος
View word page
συνομῆλιξ
συνομῆλιξ συν-ομῆλιξ, Doric -ᾶλιξ, ῐκος, a comrade, Theocr.
ShortDef
a comrade
Debugging
Headword:
συνομῆλιξ
Headword (normalized):
συνομῆλιξ
Headword (normalized/stripped):
συνομηλιξ
IDX:
31621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31656
Key:
sunomh=lic
Data
{'content': 'συνομῆλιξ\n συν-ομῆλιξ, Doric -ᾶλιξ, ῐκος,\n \n a comrade, Theocr.', 'key': 'sunomh=lic'}