Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομιλέω
συνόμνυμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομορέω
συνομώνυμος
συνοπαδός
View word page
συνομαλύνω
συνομαλύνω fut. υνῶ to make quite level, Plut.

ShortDef

to make quite level

Debugging

Headword:
συνομαλύνω
Headword (normalized):
συνομαλύνω
Headword (normalized/stripped):
συνομαλυνω
IDX:
31618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31653
Key:
sunomalu/nw

Data

{'content': 'συνομαλύνω\n fut. υνῶ\n to make quite level, Plut.', 'key': 'sunomalu/nw'}