Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομιλέω
συνόμνυμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομορέω
συνομώνυμος
View word page
συνομαίμων
συνομαίμων συν-ομαίμων, ονος, ὁ, ἡ, one of the same blood, a brother or sister, Aesch., Eur.
ShortDef
one of the same blood, a brother
Debugging
Headword:
συνομαίμων
Headword (normalized):
συνομαίμων
Headword (normalized/stripped):
συνομαιμων
IDX:
31617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31652
Key:
sunomai/mwn
Data
{'content': 'συνομαίμων\n συν-ομαίμων, ονος, ὁ, ἡ,\n one of the same blood, a brother or sister, Aesch., Eur.', 'key': 'sunomai/mwn'}