Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομιλέω
συνόμνυμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
συνομορέω
View word page
σύνολος
σύνολος σύνολος, ον, all together, Plat., etc. τὸ σύνολον, as adv. on the whole, in general, altogether, Plat., etc.:—reg. adv. συνόλως, Isocr.

ShortDef

all together

Debugging

Headword:
σύνολος
Headword (normalized):
σύνολος
Headword (normalized/stripped):
συνολος
IDX:
31616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31651
Key:
su/nolos

Data

{'content': 'σύνολος\n σύνολος, ον,\n all together, Plat., etc.\n τὸ σύνολον, as adv. on the whole, in general, altogether, Plat., etc.:—reg. adv. συνόλως, Isocr.', 'key': 'su/nolos'}