Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομιλέω
συνόμνυμι
συνομοιοπαθέω
συνομολογέω
View word page
συνολολύζω
συνολολύζω fut. ξω to raise a loud cry together, Xen.
ShortDef
to raise a loud cry together
Debugging
Headword:
συνολολύζω
Headword (normalized):
συνολολύζω
Headword (normalized/stripped):
συνολολυζω
IDX:
31615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31650
Key:
sunololu/zw
Data
{'content': 'συνολολύζω\n fut. ξω\n to raise a loud cry together, Xen.', 'key': 'sunololu/zw'}