Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνοίκια
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικοδομέω
σύνοικος
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίομαι
συνολισθάνω
συνόλλυμι
συνολολύζω
σύνολος
συνομαίμων
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομιλέω
συνόμνυμι
συνομοιοπαθέω
View word page
συνόλλυμι
συνόλλυμι to destroy together, Bion.:—Mid., aor2 -ωλόμην, to perish along with, τινι Eur.
ShortDef
to destroy together
Debugging
Headword:
συνόλλυμι
Headword (normalized):
συνόλλυμι
Headword (normalized/stripped):
συνολλυμι
IDX:
31614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31649
Key:
suno/llumi
Data
{'content': 'συνόλλυμι\n to destroy together, Bion.:—Mid., aor2 -ωλόμην, to perish along with, τινι Eur.', 'key': 'suno/llumi'}